- πολύμορφα
- πολύμορφοςmultiformneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστεοσάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από… … Dictionary of Greek
πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… … Dictionary of Greek
σαξιφράγκα — Γένος φυτών της οικογένειας των Σαξιφραγκιδών (δικοτυλήδονα), που είναι συνήθως ποώδη, αρκετά πολύμορφα, διαδομένα στο βόρειο ημισφαίριο και ειδικά στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές. Εκτός από το γένος σαξιφράγκα, στην ίδια οικογένεια υπάγονται,… … Dictionary of Greek
φεϊζιόα — και φεϊγιόα και φεϊτζόα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μυρτίδες τής τάξης μυρτώδη, το οποίο περιλαμβάνει δύο πολύμορφα είδη δέντρων ή θάμνων, που είναι ιθαγενή τών υποτροπικών περιοχών τής Νότιας… … Dictionary of Greek
βοιμηρία — (boehmeria). Γένος πολυετών ποωδών φυτών, θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των ουρτικιδών. Έχουν φύλλα αντίθετα ή επαλλάσσοντα, πολύμορφα. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες στις μασχάλες των φύλλων. Ο καρπός είναι πλατύ αχαίνιο. Στο γένος β.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
κρότων — I (Croton). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειοσπέρμων με 1.200 είδη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτών, ιθαγενών της δυτικής και Νότιας Αμερικής με κατ’ εναλλαγή φύλλα και άνθη κατά… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Ρανουγκουλίδες ή Βατραχίδες — Οικογένεια φυτών ποωδών, κυρίως της τάξης των ρανωδών ή βατραχωδών· έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πολυάριθμους στήμονες και αρκετά καρπόφυλλα που, εξελισσόμενα, δίνουν καρπούς αχαίνια (νεραγκούλα ή ρανούγκουλο, ανεμώνα κλπ.) ή θυλάκους (παιωνία,… … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο αυτός που έχει ή παρουσιάζει πολλές μορφές: Πολύμορφα σχήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)